χράνο

χράνο
και χρένο και κρένο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Αrmoracia lapathifolia ή Cochlearia armorica, τού οποίου το ρίζωμα χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή ως φαρμακευτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. προελεύσεως ονομασίες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σασίμι — το, Ν άκλ. σπεσιαλιτέ τής ιαπωνικής κουζίνας, που συνίσταται σε πολύ φρέσκο ψάρι το οποίο σερβίρεται ωμό σε ψιλές φέτες ή μικρούς κύβους γαρνιρισμένο με μια πράσινη καυτερή πάστα από χράνο και μια αλμυρή ή καυτερή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”